unchaperoned$86552$ - translation to γερμανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unchaperoned$86552$ - translation to γερμανικά

SOMEONE WHO ACCOMPANIES AN UNMARRIED GIRL IN PUBLIC
Duenna; Unchaperoned; Chaperoned
  • Mrs. Chambers (chaperone), [[Bonnie Mealing]], [[Clare Dennis]], [[Frances Bult]], [[Eileen Wearne]], [[Thelma Kench]] (N.Z. sprinter) at the [[1932 Summer Olympics]] in Los Angeles, California, USA

unchaperoned      
adj. ohne Begleitung

Ορισμός

unchaperoned
¦ adjective unaccompanied; unsupervised.

Βικιπαίδεια

Chaperone (social)

A chaperone (also spelled chaperon) in its original social usage was a person who for propriety's sake accompanied an unmarried girl in public; usually she was an older married woman, and most commonly the girl's own mother.

In modern social usage, a chaperon (frequent in British spelling) or chaperone (usual in American spelling) is a responsible adult who accompanies and supervises young people. By extension, the word chaperone is used in clinical contexts.